- χιλόν
- χιλόςgreen fodder for cattlemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Flotte étrusque — Divinité de la mer étrusque (Nethuns ?) … Wikipédia en Français
χιλός — και χειλός, ό, και κατά τον Ησύχ. χιλόν, τὸ, Α 1. χλωρή τροφή για υποζύγια («τὰ δὲ κτήνη πάντα χιλῷ ἔνδον ἐτρέφοντο», Ξεν.) 2. νομή, βοσκή 3. (σε συνεκφορά με το ξηρός) σανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με τα: τσεχ. žir «θρέψη,… … Dictionary of Greek